- πτωματίς
- πτωμᾰτ-ίς, ίδος, ἡ,A tumbler, i.e. cup that will not stand upright, and therefore must be emptied at once, Mosch. ap. Ath.11.485e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτωματίς — ίδος, ἡ, Α είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτῶμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Το ποτήρι ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο και γι αυτό έπιναν ολόκληρο το περιεχόμενό του σε μια φορά] … Dictionary of Greek
πτωματίσιν — πτωματίς tumbler fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)